- ευμέθοδος
- -η, -ο (ΑΜ εὐμέθοδος, -ον)1. αυτός που έχει καλή μέθοδο, ο μεθοδικός, ο συστηματικός («τρόποι δὲ ἀναχρονισμοῡ εὐμέθοδοι καὶ παρὰ Σοφοκλεῑ», Ευστ.)2. (για πρόσ.) μεθοδικός, ακριβής («εὐμέθοδος ἰατρός», Αλέξ. Τραλλ.)3. το ουδ. ως ουσ. το ευμέθοδο(ν)η μεθοδικότηταμσν.-αρχ.ο τακτοποιημένος καλά.επίρρ...ευμεθόδως (ΑΜ εὐμεθόδως)με καλή μέθοδο, μεθοδικά, συστηματικά.
Dictionary of Greek. 2013.